προδιιδρούμαι

προδιιδρούμαι
-όομαι, Α
αποβάλλω κάτι με τον ιδρώτα ή με τη μορφή ιδρώτα προηγουμένως («προδιιδροῡται τις ἰχὼρ λεπτὸς ἐκ τοῡ πύου», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διιδρῶ «ιδρώνω πολύ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”